γκαζόζα

γκαζόζα
και γαζόζα, η
αεριούχο ποτό με οξυανθρακικό ύδωρ και χυμό λεμονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gasosa, θηλ. τού επιθ. gasoso «αεριούχος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γκαζόζα — η (λ. ιταλ.), αναψυκτικό που περιέχει αέριο και άρωμα λεμονιού: Ήπια μια γκαζόζα για να δροσιστώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”